στο λεξικό PONS
east·ern [ˈi:stən, αμερικ -ɚn] ΕΠΊΘ
1. eastern location:
2. eastern (Asian):
- eastern
-
- Eastern architecture
-
north-ˈeast·ern ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
south-ˈeast·ern ΕΠΊΘ αμετάβλ
- south-eastern
-
Far ˈEast·ern ΕΠΊΘ αμετάβλ
- Far Eastern
-
ˈEast·ern Time ΟΥΣ αμερικ, καναδ
- Eastern Time
- Ostküstenzeit θηλ
Mid·dle ˈEast·ern ΕΠΊΘ
- Middle Eastern
-
East·ern Day·light Time ΟΥΣ αμερικ, καναδ
-
- Ostküstenzeit θηλ
East·ern Stand·ard Time ΟΥΣ αμερικ, καναδ
-
- Ostküstenzeit θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Eastern Caribbean Central Bank ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
eastern margin climate ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.