στο λεξικό PONS
sto·ry1 [ˈstɔ:ri] ΟΥΣ (tale)
1. story:
3. story (version):
- story
-
- story
-
4. story:
5. story (lie):
- story
-
ιδιωτισμοί:
sto·ry2 [ˈstɔ:ri] ΟΥΣ αμερικ (storey: floor level) ΟΥΣ
sto·rey, αμερικ sto·ry [ˈstɔ:ri] ΟΥΣ
ˈcov·er sto·ry ΟΥΣ
- cover story
- Coverstory θηλ
- cover story
- Titelgeschichte θηλ
ˈsob sto·ry ΟΥΣ οικ
1. sob story (story):
- sob story
-
bed·time ˈsto·ry ΟΥΣ
- bedtime story
-
short ˈsto·ry ΟΥΣ
- short story
-
ˈghost sto·ry ΟΥΣ
- ghost story
-
ˈspook sto·ry ΟΥΣ
- spook story
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
success story ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- success story
-
- success story
- Erfolgsstory θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.