I. un·glaub·lich [ˈʊnglauplɪç] ΕΠΊΘ
1. unglaublich (nicht glaubhaft):
2. unglaublich (unerhört):
II. un·glaub·lich [ˈʊnglauplɪç] ΕΠΊΡΡ οικ (überaus)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.