Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
learnt [βρετ ləːnt, αμερικ lərnt] ΡΉΜΑ παρελθ ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
learnt → learn
I. learn <απλ παρελθ, μετ παρακειμ learned or learnt> [βρετ ləːn, αμερικ lərn] ΡΉΜΑ μεταβ
1. learn (through study, practice):
2. learn (discover):
II. learn <απλ παρελθ, μετ παρακειμ learned or learnt> [βρετ ləːn, αμερικ lərn] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. learn (acquire knowledge):
I. learn <απλ παρελθ, μετ παρακειμ learned or learnt> [βρετ ləːn, αμερικ lərn] ΡΉΜΑ μεταβ
1. learn (through study, practice):
2. learn (discover):
II. learn <απλ παρελθ, μετ παρακειμ learned or learnt> [βρετ ləːn, αμερικ lərn] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. learn (acquire knowledge):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.