Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
honor ΟΥΣ ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ
honor → honour
I. honour βρετ, honor αμερικ [βρετ ˈɒnə, αμερικ ˈɑnər] ΟΥΣ
1. honour (privilege):
2. honour (high principles):
II. honours ΟΥΣ ουσ πλ
III. honour βρετ, honor αμερικ [βρετ ˈɒnə, αμερικ ˈɑnər] ΡΉΜΑ μεταβ
1. honour (show respect for):
I. honour βρετ, honor αμερικ [βρετ ˈɒnə, αμερικ ˈɑnər] ΟΥΣ
1. honour (privilege):
2. honour (high principles):
II. honours ΟΥΣ ουσ πλ
III. honour βρετ, honor αμερικ [βρετ ˈɒnə, αμερικ ˈɑnər] ΡΉΜΑ μεταβ
1. honour (show respect for):
I. joint [βρετ dʒɔɪnt, αμερικ dʒɔɪnt] ΟΥΣ
II. joint [βρετ dʒɔɪnt, αμερικ dʒɔɪnt] ΕΠΊΘ
III. joint [βρετ dʒɔɪnt, αμερικ dʒɔɪnt] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
I. honour [ˈɒnəʳ] ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
II. joint [dʒɔɪnt] ΟΥΣ
1. joint ΑΝΑΤ:
I. honor [ˈa·nər] ΟΥΣ
II. joint [dʒɔɪnt] ΟΥΣ
1. joint ΑΝΑΤ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.