στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. amico <πλ amici, amiche> [aˈmiko, tʃi, ke] ΟΥΣ αρσ
1. amico (compagno):
3. amico (in forme di richiamo):
II. amico <πλ amici, amiche> [aˈmiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
III. amico <πλ amici, amiche> [aˈmiko, tʃi, ke]
στο λεξικό PONS
I. amico (-a) <-ci, -che> [a·ˈmi:·ko] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.