Oxford Spanish Dictionary
loco1 (loca) ΕΠΊΘ
1.2. loco (chiflado):
1.3. loco (contento, entusiasmado):
1.4. loco οικ (preocupado):
2.1. loco (indicando gran cantidad):
2.2. loco (loco de algo):
I. loco2 (loca) ΟΥΣ αρσ (θηλ) (enfermo mental)
carro ΟΥΣ αρσ
1.1. carro (carreta):
1.2. carro λατινοαμερ excep. CSur ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
-
- automobile αμερικ
στο λεξικό PONS
I. loco (-a) ΕΠΊΘ
1. loco (chalado):
2. loco (maravilloso):
- loco (-a)
-
I. loco (-a) [ˈlo·ko, -a] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.