Oxford Spanish Dictionary
I. crazy <crazier, craziest> [αμερικ ˈkreɪzi, βρετ ˈkreɪzi] ΕΠΊΘ
1.1. crazy (mad, foolish):
- crazy person/action/idea
-
1.2. crazy (very enthusiastic) οικ:
- destornillado (destornillada)
- crazy οικ
- deschavetado (deschavetada)
- crazy οικ
- pirado (pirada)
- crazy οικ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.