στο λεξικό PONS
Kas·se <-, -n> [ˈkasə] ΟΥΣ θηλ
1. Kasse (Zahlstelle):
3. Kasse (Registrierkasse):
4. Kasse οικ (Sparbank):
6. Kasse (Stahlkiste zur Geldaufbewahrung):
Loch <-[e]s, Löcher> [lɔx, πλ ˈlœçɐ] ΟΥΣ ουδ
1. Loch (offene Stelle):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.