Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
moitié [mwatje] ΟΥΣ θηλ
1. moitié (gén):
- moitié
-
I. pardonner [paʀdɔne] ΡΉΜΑ μεταβ
1. pardonner (accorder son pardon à):
II. pardonner [paʀdɔne] ΡΉΜΑ αμετάβ
III. se pardonner ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
moitié-moitié [mwatjemwatje] ΕΠΊΡΡ (en proportions égales)
στο λεξικό PONS
moitié [mwatje] ΟΥΣ θηλ
1. moitié (partie, milieu):
-
- moitié θηλ
moitié [mwatje] ΟΥΣ θηλ
1. moitié (partie, milieu):
-
- moitié θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.