στο λεξικό PONS
junc·tion [ˈʤʌŋkʃən] ΟΥΣ
1. junction:
2. junction Η/Υ (connection between wires/cables):
3. junction Η/Υ (region between areas):
I. tight [taɪt] ΕΠΊΘ
1. tight (firm):
2. tight (closely fitting):
3. tight (close together):
6. tight (severe):
7. tight (tense):
8. tight (hard-fought, keenly competitive):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
tight junction ΟΥΣ
-
- Verschlusskontakt (zwischen Zellen)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
junction ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.