στο λεξικό PONS
of·fer·ing [ˈɒfərɪŋ, αμερικ ˈɑ:f-] ΟΥΣ
1. offering usu pl (thing offered):
2. offering ΟΙΚΟΝ:
I. of·fer [ˈɒfəʳ, αμερικ ˈɑ:fɚ] ΟΥΣ
1. offer (proposal):
2. offer ΟΙΚΟΝ:
II. of·fer [ˈɒfəʳ, αμερικ ˈɑ:fɚ] ΡΉΜΑ μεταβ
pro·spec·tus [prəˈspektəs] ΟΥΣ
1. prospectus (booklet):
2. prospectus ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
offering prospectus ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
offer ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Kaufangebot ουδ
offering ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Tranche θηλ
offer ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Aussetzung θηλ
prospectus ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
I | offer |
---|---|
you | offer |
he/she/it | offers |
we | offer |
you | offer |
they | offer |
I | offered |
---|---|
you | offered |
he/she/it | offered |
we | offered |
you | offered |
they | offered |
I | have | offered |
---|---|---|
you | have | offered |
he/she/it | has | offered |
we | have | offered |
you | have | offered |
they | have | offered |
I | had | offered |
---|---|---|
you | had | offered |
he/she/it | had | offered |
we | had | offered |
you | had | offered |
they | had | offered |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- offensive weapon
- offer
- offer document
- offeree
- offerer
- offering prospectus
- offering structure
- offering terms
- offeror
- offer period
- offer price