στο λεξικό PONS
I. cir·cu·lar [ˈsɜ:kjələʳ, αμερικ ˈsɜ:rkjəlɚ] ΕΠΊΘ
II. cir·cu·lar [ˈsɜ:kjələʳ, αμερικ ˈsɜ:rkjəlɚ] ΟΥΣ
cir·cu·lar ˈaper·ture ΟΥΣ ΦΥΣ
- circular aperture
- Kreisblende θηλ
cir·cu·lar ˈar·gu·ment ΟΥΣ
- circular argument
-
cir·cu·lar ˈsur·face ΟΥΣ ΜΑΘ
- circular surface
-
cir·cu·lar econo·my ΟΥΣ
- circular economy
-
cir·cu·lar ˈlet·ter ΟΥΣ
- circular letter
-
cir·cu·lar ˈfile ΟΥΣ χιουμ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
circular agreement ΟΥΣ CTRL
- circular agreement
- Zirkelschluss αρσ
-
- circular agreement
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
circular catchment area ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
-
- circular curve
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- circular/triangular shape
- offering circular
- circular issued by a government office to subordinate authorities