I. fun·ny [ˈfʌni] ΕΠΊΘ
1. funny (amusing):
2. funny (strange):
3. funny (dishonest):
4. funny (ill):
5. funny οικ:
II. fun·ny [ˈfʌni] ΕΠΊΡΡ οικ
ˈfun·ny bone ΟΥΣ οικ
ˈfun·ny pa·pers ΟΥΣ
funny papers πλ αμερικ:
fun·ny ˈmon·ey ΟΥΣ no pl
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.