στο λεξικό PONS
de·liv·ery [dɪˈlɪvəri] ΟΥΣ
1. delivery ΕΜΠΌΡ (of goods):
2. delivery (of mail):
3. delivery (manner of speaking):
5. delivery (birth):
6. delivery ΝΟΜ:
pay·ment [ˈpeɪmənt] ΟΥΣ
1. payment (sum):
payment ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
delivery ΟΥΣ handel
-
- Einlieferung θηλ
-
- Übergabe θηλ
payment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Abrechnung θηλ
-
- Begleichung θηλ
payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- delivery room
- delivery service
- delivery suite
- delivery ticket
- delivery time
- delivery versus payment
- dell
- delouse
- Delphian
- Delphic
- delphi method