στο λεξικό PONS
debt [det] ΟΥΣ
2. debt ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
3. debt no pl (state of owing):
I. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. capacity:
2. capacity no pl (ability):
3. capacity no pl ΝΟΜ:
4. capacity no pl ΣΤΡΑΤ:
5. capacity (output):
6. capacity no pl (maximum output):
7. capacity:
8. capacity ΧΡΗΜΑΤΟΠ (solvency):
9. capacity (production):
- industrial [or manufacturing][or production]capacity
-
II. ca·pac·ity [kəˈpæsəti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ modifier
1. capacity (maximum):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
debt-servicing capacity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
capacity traffic flow, ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.