στο λεξικό PONS
I. char·ac·ter·is·tic [ˌkærəktəˈrɪstɪk, αμερικ ˌkerəktɚˈ-] ΟΥΣ
I. bird [bɜ:d, αμερικ bɜ:rd] ΟΥΣ
1. bird (creature):
2. bird οικ (person):
3. bird αργκ (young female):
4. bird βρετ, αυστραλ dated αργκ (be in prison):
ιδιωτισμοί:
characteristic ΟΥΣ
- characteristic ΤΕΧΝΟΛ
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
bird characteristic ΟΥΣ
characteristic, trait, quality, feature ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- birch family
- birch forest
- birch tree
- bird
- bird's-eye view
- bird characteristic
- bird course
- bird dog
- birder
- bird flu
- bird-friendly