στο λεξικό PONS
I. car [kɑ:ʳ, αμερικ kɑ:r] ΟΥΣ
1. car (vehicle):
2. car ΣΙΔΗΡ:
II. car [kɑ:ʳ, αμερικ kɑ:r] ΟΥΣ modifier
car (accident, dealer, keys, tyres):
ˈcar wash ΟΥΣ
-
- Autowaschanlage θηλ
speed·ing ˈcar ΟΥΣ
ˈfreight car ΟΥΣ αμερικ
ˈcar park ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
po·ˈlice car ΟΥΣ
-
- Polizeiauto ουδ
tur·bo-car [ˈtɜ:beʊ-, αμερικ ˈtɜ:rboʊ-] ΟΥΣ ΑΥΤΟΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
car manufacturer ΟΥΣ
car supply industry ΟΥΣ
car assembly plant ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
electric car ΠΕΡΙΒ
car-pooler
car-oriented ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
car builder
car availability ΔΗΜΟΣΚ
floating car ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
car ownership
battery car ΠΕΡΙΒ
car following ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.