στο λεξικό PONS
Kraft·fahr·zeug <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΑΥΤΟΚ
- Kraftfahrzeug τυπικ
-
Kfz-Me·cha·ni·ker(in) ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Kfz-Mechaniker(in)
-
Kfz-Haft·pflicht·ver·si·che·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Kfz-Zu·las·sungs·stel·le <-, -n> ΟΥΣ θηλ
- Kfz-Zulassungsstelle
- ≈ DVLA βρετ
Kfz-Lea·sing·ver·trag ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Kfz-Ver·si·che·rung <-, en> ΟΥΣ θηλ
- Kfz-Versicherung
-
- Kfz-Versicherung
-
Kfz-Zu·be·hör ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Kfz-Steuer ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
- Kfz-Steuer (Kraftfahrzeugsteuer)
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
KFZ-Hersteller
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.