Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. dog [βρετ dɒɡ, αμερικ dɔɡ] ΟΥΣ
3. dog (person) οικ:
III. dog <μετ ενεστ dogging; απλ παρελθ, μετ παρακειμ dogged> [βρετ dɒɡ, αμερικ dɔɡ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. dog (follow):
IV. dog [βρετ dɒɡ, αμερικ dɔɡ]
dog → teach
I. teach <απλ παρελθ, μετ παρακειμ taught> [βρετ tiːtʃ, αμερικ titʃ] Teach For America ΡΉΜΑ μεταβ
1. teach (instruct):
2. teach (impart):
3. teach (as career):
4. teach (as correction) οικ:
II. teach <απλ παρελθ, μετ παρακειμ taught> [βρετ tiːtʃ, αμερικ titʃ] Teach For America ΡΉΜΑ αμετάβ
στο λεξικό PONS
I. dog [dɒg, αμερικ dɑ:g] ΟΥΣ
1. dog (animal):
ιδιωτισμοί:
I. dog [dɔg] ΟΥΣ
3. dog μειωτ:
ιδιωτισμοί:
| I | dog |
|---|---|
| you | dog |
| he/she/it | dogs |
| we | dog |
| you | dog |
| they | dog |
| I | dogged |
|---|---|
| you | dogged |
| he/she/it | dogged |
| we | dogged |
| you | dogged |
| they | dogged |
| I | have | dogged |
|---|---|---|
| you | have | dogged |
| he/she/it | has | dogged |
| we | have | dogged |
| you | have | dogged |
| they | have | dogged |
| I | had | dogged |
|---|---|---|
| you | had | dogged |
| he/she/it | had | dogged |
| we | had | dogged |
| you | had | dogged |
| they | had | dogged |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- sneaky
- sneer
- sneering
- sneeringly
- sneeze
- sniffer dog
- sniffer program
- sniffle
- sniff out
- sniffy
- snifter