Weih·nach·ten <-, -> [ˈvainaxtn̩] ΟΥΣ ουδ
Ge·fühl <-[e]s, -e> [gəˈfy:l] ΟΥΣ ουδ
2. Gefühl (seelische Empfindung, Instinkt):
3. Gefühl (Sinn):
-
- Weihnachten ουδ <-, ->
-
- Weihnachten <-, -> pl νοτιογερμ, A, CH
-
- Weihnachten ουδ <-, ->
-
- Weihnachten ουδ <-, ->
-
- veraltender literarischer Ausdruck skandinavischen Ursprungs für Weihnachten
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.