I. fröh·lich [ˈfrø:lɪç] ΕΠΊΘ
1. fröhlich (von heiterem Gemüt):
2. fröhlich (vergnügt):
3. fröhlich (glücklich) → froh
II. fröh·lich [ˈfrø:lɪç] ΕΠΊΡΡ οικ
froh [fro:] ΕΠΊΘ
1. froh (erfreut):
2. froh (erfreulich):
- fröhliche [o. τυπικ gesegnete] Weihnachten!
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.