-
- fromm <frommer, frommste>
-
- fromm <frommer, frommste>
- devotional person, practice
- fromm <frommer, frommste>
- devout Catholic, person
- fromm <frommer, frommste>
-
- fromm <frommer, frommste>
-
- fromm <frommer, frommste>
-
- fromm <frommer, frommste>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.