στο λεξικό PONS
reso·lu·tion [ˌrezəˈlu:ʃən, αμερικ -əˈlu:-] ΟΥΣ
1. resolution no pl επιβεβαιωτ (determination):
2. resolution no pl τυπικ (solving of):
3. resolution ΠΟΛΙΤ (proposal):
4. resolution:
5. resolution no pl ΧΗΜ, ΤΕΧΝΟΛ:
6. resolution no pl Η/Υ, ΦΩΤΟΓΡ, TV (picture quality):
high-reso·ˈlu·tion ΟΥΣ Η/Υ
joint reso·ˈlu·tion ΟΥΣ αμερικ
mem·ber·ship reso·ˈlu·tion ΟΥΣ ΠΟΛΙΤ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
draft resolution ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
membership resolution ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
AGM resolution ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
proposed resolution ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
resolution of crises ΟΥΣ CTRL
competent to pass a resolution ΕΠΊΘ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- resister
- resistive
- resistor
- resit
- reskill
- resolutions
- resolvable
- resolve
- resolved
- resolve date
- resolvent