re·sis·tor [rɪˈzɪstəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ ΗΛΕΚ, Η/Υ
- resistor
-
resistor ΟΥΣ
ˈcharg·ing re·sis·tor ΟΥΣ ΗΛΕΚ
- charging resistor
- Ladewiderstand αρσ
- multiplier resistor ΦΥΣ
- Messwiderstand αρσ
- ballast resistor ΗΛΕΚ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- multiplier resistor ΦΥΣ
- Messwiderstand αρσ