στο λεξικό PONS
Streit·bei·le·gung <-> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
- Streitbeilegung
-
-
- außergerichtliche Streitbeilegung
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Streitbeilegung ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Streitbeilegung
-
- Streitbeilegung
-
-
- Streitbeilegung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.