Bot·schaft1 <-, -en> [ˈbo:tʃaft] ΟΥΣ θηλ
1. Botschaft:
2. Botschaft (ideologische Aussage):
- Botschaft
-
- eine unheilvoll Botschaft
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.