στο λεξικό PONS
allg. ΕΠΊΘ
allg. συντομογραφία: allgemein
I. all·ge·mein [ˈalgəˈmain] ΕΠΊΘ
1. allgemein προσδιορ (alle betreffend):
2. allgemein προσδιορ (allen gemeinsam):
3. allgemein (nicht spezifisch):
ιδιωτισμοί:
II. all·ge·mein [ˈalgəˈmain] ΕΠΊΡΡ
1. allgemein (allerseits, überall):
I, i <-, - [o. οικ -s, -s]> [i:] ΟΥΣ ουδ
A ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
A, a <-, - [o. οικ -s, -s]> [a:] ΟΥΣ ουδ
1. A (Buchstabe):
ιδιωτισμοί:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.