στο λεξικό PONS


An·satz <-es, -sätze> ΟΥΣ αρσ
2. Ansatz (erster Versuch):
3. Ansatz (erstes Anzeichen):
4. Ansatz ΟΙΚΟΝ τυπικ (Veranschlagung):
5. Ansatz Rost, Kalk:
6. Ansatz ΜΟΥΣ (Lippenstellung):
7. Ansatz ΜΑΘ:
Ansatz ΟΥΣ


Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS


VaR-Ansatz ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Relationship-Ansatz ΟΥΣ αρσ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Portfolio-Management-Ansatz ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Shareholder Value-Ansatz ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.