στο λεξικό PONS
I. be·gin·ning [bɪˈgɪnɪŋ] ΟΥΣ
1. beginning:
2. beginning (origin):
3. beginning (start):
II. be·gin·ning [bɪˈgɪnɪŋ] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
beginning date ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
beginning balance ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
beginning of curve ΥΠΟΔΟΜΉ, transport safety
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.