Oxford Spanish Dictionary
hábito ΟΥΣ αρσ
1. hábito (costumbre):
2.1. hábito ΘΡΗΣΚ (de religioso):
uso ΟΥΣ αρσ
1.1. uso (utilización):
1.2. uso (utilización):
1.3. uso (utilización) (de una facultad, un derecho):
2. uso (de una prenda):
3. uso (utilidad, aplicación):
4. uso (usanza):
στο λεξικό PONS
I. vicioso (-a) ΕΠΊΘ
I. vicioso (-a) [bi·ˈsjo·so, -a; bi·ˈθjo-] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.