Oxford Spanish Dictionary
 
  
 efectivo1 (efectiva) ΕΠΊΘ
1. efectivo remedio/medio/castigo:
-  efectivo (efectiva)
-  
efectivo2 ΟΥΣ αρσ
1. efectivo ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
στο λεξικό PONS
 
  
 efectivo ΟΥΣ αρσ (dinero)
 
  
  
  
 efectivo [e·fek·ˈti·βo] ΟΥΣ αρσ (dinero)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
