Oxford Spanish Dictionary
efectivo1 (efectiva) ΕΠΊΘ
1. efectivo remedio/medio/castigo:
efectivo2 ΟΥΣ αρσ
1. efectivo ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
στο λεξικό PONS
efectivo ΟΥΣ αρσ (dinero)
efectivo [e·fek·ˈti·βo] ΟΥΣ αρσ (dinero)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- EE
- EE. UU.
- EE.UU.
- EEB
- EEI
- efectiva
- efectivamente
- efectividad
- efectivo
- efecto
- efecto 2000