Oxford Spanish Dictionary
mañana1 ΕΠΊΡΡ
1. mañana (refiriéndose al día siguiente):
mañana3 ΟΥΣ θηλ
1. mañana (primera parte del día):
στο λεξικό PONS
I. mañana1 ΟΥΣ θηλ
I. mañana1 [maˈ·ɲa·na] ΟΥΣ θηλ
II. mañana1 [maˈ·ɲa·na] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.