στο λεξικό PONS
ˈfat-dis·solv·ing agent ΟΥΣ ΤΕΧΝΟΛ
-
- Fettlöser αρσ
I. fat <-tt-> [fæt] ΕΠΊΘ
1. fat (fleshy):
4. fat προσδιορ, αμετάβλ οικ (little):
II. fat [fæt] ΟΥΣ
2. fat no pl (food):
agent [ˈeɪʤənt] ΟΥΣ
1. agent:
2. agent (of a secret service):
3. agent (substance):
4. agent (one that acts):
5. agent (force):
agent ΟΥΣ
- agent ΝΟΜ
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
agent ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- fat ass
- fatberg
- fat bike
- fat binder
- fat-burning
- fat-dissolving agent
- fat dormouse
- fate
- fated
- fateful
- Fates