στο λεξικό PONS
ˈfat bin·der ΟΥΣ ΦΑΡΜ
-
- Fettblocker αρσ
bind·er [ˈbaɪndəʳ, αμερικ -dɚ] ΟΥΣ
1. binder:
2. binder (sb who covers books):
3. binder (substance):
I. fat <-tt-> [fæt] ΕΠΊΘ
1. fat (fleshy):
4. fat προσδιορ, αμετάβλ οικ (little):
II. fat [fæt] ΟΥΣ
2. fat no pl (food):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.