Oxford Spanish Dictionary
binder [αμερικ ˈbaɪndər, βρετ ˈbʌɪndə] ΟΥΣ
2.1. binder ΤΥΠΟΓΡ (person):
2.2. binder ΤΥΠΟΓΡ (machine):
-
- encuadernadora θηλ
3. binder ΓΕΩΡΓ:
-
- agavilladora θηλ
4. binder (substance):
-
- aglutinante αρσ
I. fat <comp fatter, superl fattest> [αμερικ fæt, βρετ fat] ΕΠΊΘ
1.1. fat (obese):
1.4. fat (thick):
2.1. fat (lucrative):
2.2. fat (large):
II. fat [αμερικ fæt, βρετ fat] ΟΥΣ
1. fat U or C:
στο λεξικό PONS
fat binder ΟΥΣ MED
I. fat [fæt] ΕΠΊΘ
II. fat [fæt] ΟΥΣ
I. fat [fæt] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- fast track
- fast train
- fat
- fatal
- fatalism
- fat binder
- fat cat
- fat content
- fate
- fated
- fateful