στο λεξικό PONS
ˈfore·per·son ΟΥΣ
ˈone-per·son ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
I. per·son·nel [ˌpɜ:sənˈel, αμερικ ˌpɜ:r-] ΟΥΣ
2. personnel no pl (human resources department):
II. per·son·nel [ˌpɜ:sənˈel, αμερικ ˌpɜ:r-] ΟΥΣ modifier
personable ΕΠΊΘ
personal ΕΠΊΘ
personhood ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
association of persons ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
accommodation for personal use ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
personal consumption ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
personal loan ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
personal rate ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
personal trust ΟΥΣ ΜΆΡΚΕΤΙΝΓΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
qualified personnel
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
personal rapid transit, PRT ΔΗΜ ΣΥΓΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.