στο λεξικό PONS
Zu·sam·men·schluss <-es, -schlüsse> ΟΥΣ αρσ
-
- Zusammenschluss αρσ <-es, -schlüsse>
- aggregation ΟΙΚΟΝ
- Zusammenschluss αρσ <-es, -schlüsse>
-
- politischer Zusammenschluss
-
- Zusammenschluss αρσ <-es, -schlüsse>
-
- Zusammenschluss αρσ <-es, -schlüsse>
- fusion of companies
- Zusammenschluss αρσ <-es, -schlüsse>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Zusammenschluss ΟΥΣ αρσ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- Zusammenschluss (Fusion)
-
-
- Zusammenschluss αρσ
-
- Zusammenschluss αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.