Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. cherry [βρετ ˈtʃɛri, αμερικ ˈtʃɛri] ΟΥΣ
I. wild [βρετ wʌɪld, αμερικ waɪld] ΟΥΣ
II. wilds ΟΥΣ
III. wild [βρετ wʌɪld, αμερικ waɪld] ΕΠΊΘ
1. wild (in natural state):
3. wild (turbulent):
4. wild (unrestrained):
6. wild (enthusiastic) οικ:
7. wild (outlandish):
IV. wild [βρετ wʌɪld, αμερικ waɪld] ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
I. cherry <-ries> [ˈtʃeri] ΟΥΣ
I. wild [waɪld] ΕΠΊΘ
2. wild (unrestrained):
3. wild (keen):
II. wild [waɪld] ΕΠΊΡΡ
I. cherry <-ries> [ˈtʃer·i] ΟΥΣ
I. wild [waɪld] ΕΠΊΘ
2. wild (unrestrained):
3. wild (enthusiastic):
II. wild [waɪld] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- wiki
- wilco
- wild
- wild beast
- wild boar
- wild cherry
- wild dog
- wild duck
- wildebeest
- wilderness
- wild-eyed