Meister(in) <-s, -> [ˈmaɪstɐ] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Meister:
3. Meister ΑΘΛ:
- Meister(in)
-
4. Meister ΤΈΧΝΗ, ΜΟΥΣ, ΘΡΗΣΚ, ΦΙΛΟΣ:
5. Meister (Könner):
meiste ΑΝΤΩΝ αόρ υπερθ von viel
1. meiste (der größte, überwiegende Teil):
I. viel <mehr, meiste> [fiːl] ΑΝΤΩΝ αόρ
1. viel:
2. viel substantivisch:
II. viel [fiːl] ΕΠΊΘ
1. viel:
III. viel <mehr, am meisten> [fiːl] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.