maitriseNO [metʀiz], maîtriseOT ΟΥΣ θηλ
1. maitrise (contrôle):
3. maitrise ΠΑΝΕΠ:
-
- Magisterprüfung θηλ
5. maitrise (encadrement):
6. maitrise ΜΟΥΣ, ΘΡΗΣΚ:
-
- Kantorei θηλ
maitriseNO, maîtriseOT θηλ
-
- Ballbeherrschung θηλ
I. maitriserNO [metʀize], maîtriserOT ΡΉΜΑ μεταβ
II. maitriserNO [metʀize], maîtriserOT ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.