στο λεξικό PONS
I. treu [trɔy] ΕΠΊΘ
1. treu (loyal):
3. treu (keinen Seitensprung machend):
II. treu [trɔy] ΕΠΊΡΡ
2. treu (treuherzig):
Gold <-[e]s> [gɔlt] ΟΥΣ ουδ kein πλ
1. Gold (Edelmetall):
2. Gold ΑΘΛ:
ιδιωτισμοί:
- ein treuer Gefährte (Spielgefährte)
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.