στο λεξικό PONS
Zer·ti·fi·kat <-[e]s, -e> [tsɛrtifiˈka:t] ΟΥΣ ουδ
in1 [ɪn] ΠΡΌΘ
1. in +δοτ (darin befindlich):
2. in +αιτ (hin zu einem Ziel):
3. in +δοτ (innerhalb von):
4. in +αιτ (bis zu einer Zeit):
5. in +αιτ o δοτ (Verweis auf ein Objekt):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Zertifikate in Diskontpapieren phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Zertifikat ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Zertifikat ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- zerstreiten
- zerstreuen
- zerstreut
- Zerstreutheit
- Zerstreuung
- Zertifikate in Diskontpapieren
- zertifizieren
- Zertifizierung
- Zertifizierungsinstitut
- Zertifizierungsstelle
- zertrampeln