στο λεξικό PONS
Zer·ti·fi·kat <-[e]s, -e> [tsɛrtifiˈka:t] ΟΥΣ ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Zertifikate in Diskontpapieren phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Zertifikate in Diskontpapieren
-
Zertifikat ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Zertifikat ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Mega-Zertifikat ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Kickstart-Zertifikat ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Discount-Zertifikat ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Aktien vertretendes Zertifikat phrase ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.