στο λεξικό PONS
IAEO <-> [i:ʔa:ʔe:ˈʔo:] ΟΥΣ θηλ kein πλ
IAEO συντομογραφία: internationale Atomenergie-Organisation
In·for·ma·ti·on <-, -en> [ɪnfɔrmaˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
1. Information (Mitteilung, Hinweis):
2. Information (das Informieren):
3. Information (Informationsstand):
I. in·klu·si·ve [ɪnkluˈzi:və] ΠΡΌΘ +γεν
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
IAO ΟΥΣ θηλ
IAO συντομογραφία: internationale Arbeitsorganisation ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
Zins ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
ISO-Code ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
ISO-Überwachungs-Audit ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.