non-paiement [nɔ̃pɛmɑ̃] ΟΥΣ αρσ
I. default [βρετ dɪˈfɔːlt, αμερικ dəˈfɔlt] ΟΥΣ
1. default:
2. default ΝΟΜ (nonappearance in court):
II. default [βρετ dɪˈfɔːlt, αμερικ dəˈfɔlt] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. default (fail to make payments):
2. default ΝΟΜ (fail to appear in court):
III. by default ΕΠΊΡΡ (automatically)
failure [βρετ ˈfeɪljə, αμερικ ˈfeɪljər] ΟΥΣ
1. failure (lack of success) (gen):
2. failure αρσ/θηλ:
3. failure (breakdown):
4. failure (omission):
I. protest ΟΥΣ [βρετ ˈprəʊtɛst, αμερικ ˈproʊˌtɛst]
II. protest ΡΉΜΑ μεταβ [βρετ prəˈtɛst, αμερικ prəˈtɛst, proʊˈtɛst]
2. protest (complain):
III. protest ΡΉΜΑ αμετάβ [βρετ prəˈtɛst, αμερικ prəˈtɛst, proʊˈtɛst]
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.