στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. swim [βρετ swɪm, αμερικ swɪm] ΟΥΣ
II. swim <forma in -ing swimming, παρελθ swam, μετ παρακειμ swum> [βρετ swɪm, αμερικ swɪm] ΡΉΜΑ μεταβ
III. swim <forma in -ing swimming, παρελθ swam, μετ παρακειμ swum> [βρετ swɪm, αμερικ swɪm] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. swim person, fish, animal:
2. swim (be floating, bathed):
I. cap1 [βρετ kap, αμερικ kæp] ΟΥΣ
1. cap (headgear):
2. cap βρετ ΑΘΛ:
3. cap (cover):
7. cap βρετ:
II. cap1 <forma in -ing capping, παρελθ, μετ παρακειμ capped> [βρετ kap, αμερικ kæp] ΡΉΜΑ μεταβ
I. captain [βρετ ˈkaptɪn, αμερικ ˈkæptən] ΟΥΣ
II. captain [βρετ ˈkaptɪn, αμερικ ˈkæptən] ΡΉΜΑ μεταβ
- captain team
-
Common Agricultural Policy [αμερικ ˈkɑmən ˌæɡrəˈkəltʃ(ə)rəl ˈpɑləsi] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
I. swim <swam, swum> [swɪm] ΡΉΜΑ αμετάβ
II. swim <swam, swum> [swɪm] ΡΉΜΑ μεταβ
I. cap1 [kæp] ΟΥΣ
I | swim |
---|---|
you | swim |
he/she/it | swims |
we | swim |
you | swim |
they | swim |
I | swam |
---|---|
you | swam |
he/she/it | swam |
we | swam |
you | swam |
they | swam |
I | have | swum |
---|---|---|
you | have | swum |
he/she/it | has | swum |
we | have | swum |
you | have | swum |
they | have | swum |
I | had | swum |
---|---|---|
you | had | swum |
he/she/it | had | swum |
we | had | swum |
you | had | swum |
they | had | swum |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.