στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. soft [βρετ sɒft, αμερικ sɔft] ΕΠΊΘ
1. soft (yielding, not rigid or firm):
2. soft (muted):
3. soft (gentle, mild):
6. soft (lenient):
10. soft (cowardly):
- soft οικ
-
11. soft (stupid):
II. soft [βρετ sɒft, αμερικ sɔft] ΕΠΊΡΡ
soft → softly
soft drink [αμερικ ˌsɔft ˈdrɪŋk] ΟΥΣ
-
- analcolico αρσ
soft shoulder [βρετ, αμερικ sɔft ˈʃoʊldər] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
soft [sɑft] ΕΠΊΘ
1. soft (not hard):
2. soft (smooth):
6. soft (lenient):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.