στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. without [βρετ wɪðˈaʊt, αμερικ wəˈðaʊt, wəˈθaʊt] ΠΡΌΘ
1. without (lacking, not having):
2. without (not):
II. without [βρετ wɪðˈaʊt, αμερικ wəˈðaʊt, wəˈθaʊt] ΕΠΊΡΡ (on the outside)
I. deaf [βρετ dɛf, αμερικ dɛf] ΕΠΊΘ Just as hearing-impaired is often used in English instead of deaf, Italian may substitute non udente for sordo.
1. deaf person, animal:
speech [βρετ spiːtʃ, αμερικ spitʃ] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
I. without [wɪð·ˈaʊt] ΠΡΌΘ
I. deaf [def] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- deaf
- deaf aid
- deaf-and-dumb
- deaf-blind
- deafen
- deaf without speech
- deal
- dealer
- dealership
- dealignment
- dealing